κρεουργία: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij. | |elnltext=κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κρεουργία]], ἡ,<br />a [[cutting]] up, butchering. [from [[κρεουργός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.
Greek Monolingual
η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.
Greek Monotonic
κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργία: ἡ разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.