κρόκινος: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρόκῐνος:''' шафранный ([[μύρον]] Anth.).
|elrutext='''κρόκῐνος:''' шафранный ([[μύρον]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρόκῐνος, η, ον [[κρόκος]]<br />of [[saffron]], Anth.
}}
}}

Revision as of 03:08, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκῐνος Medium diacritics: κρόκινος Low diacritics: κρόκινος Capitals: ΚΡΟΚΙΝΟΣ
Transliteration A: krókinos Transliteration B: krokinos Transliteration C: krokinos Beta Code: kro/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of or made from saffron, μύρα AP11.34 (Phld.), cf. Thphr.Od.27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.CA1.6; τὸ κ. LXX Pr.7.17, Dsc.1.54.    2 yellow, Stratt.69, Thphr.HP1.13.1, 3.4.5, POxy. 1679.5 (iii A. D.), Democr.Eph. ap. Ath.12.525c:—the form κρόκιος in Artem.1.77 is corrupt.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκῐνος: -η, -ον, (κρόκος) ἀνήκων εἰς τὸν κρόκον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 13, 1., 3. 4, 5. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κρόκου, μύρον Ἀνθ. Π. 11. 34, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 27· τὸ κρ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 17) 3) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ― ὁ τύπος κρόκιος, ἐν Ἀντικλείδ. αὐτόθι 473C, Ἀρτεμ. 1. 77, φαίνεται ἐφθαρμένος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de safran;
2 fait avec du safran ; τὸ κρόκινον (μύρον) espèce de safran;
3 teint avec du safran.
Étymologie: κρόκος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρόκινος, -ίνη, -ον) κρόκος
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος
2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική της ζαφοράς.

Greek Monotonic

κρόκῐνος: -η, -ον (κρόκος), αυτός που προέρχεται από κροκό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρόκῐνος: шафранный (μύρον Anth.).

Middle Liddell

κρόκῐνος, η, ον κρόκος
of saffron, Anth.