κυνηγέτις: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(nl) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster. | |elnltext=κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῠνηγέτις, ιδος [fem. of [[κυνηγέτης]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.
Greek Monotonic
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.
Middle Liddell
κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]