λοφοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λοφοποιός:''' ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.
|elrutext='''λοφοποιός:''' ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοφο-[[ποιός]], οῦ, ὁ, [[ποιέω]]<br />a [[crest]]-[[maker]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφοποιός Medium diacritics: λοφοποιός Low diacritics: λοφοποιός Capitals: ΛΟΦΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: lophopoiós Transliteration B: lophopoios Transliteration C: lofopoios Beta Code: lofopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A crest-maker, Ar.Pax 545.

Greek (Liddell-Scott)

λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.

Greek Monolingual

λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λοφοποιός: ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.

Middle Liddell

λοφο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a crest-maker, Ar.