ληῖτις: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληῖτις:''' -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη [[λαφυραγώγηση]] ή που διανέμει τη [[λεία]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ληῖτις:''' -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη [[λαφυραγώγηση]] ή που διανέμει τη [[λεία]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ληίς]]<br />she who makes or dispenses [[booty]], Il.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληῖτις Medium diacritics: ληῖτις Low diacritics: ληίτις Capitals: ΛΗΙΤΙΣ
Transliteration A: lēîtis Transliteration B: lēitis Transliteration C: liitis Beta Code: lhi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A she who makes or dispenses booty, epith. of Athena, Il.10.460, Paus.5.14.6.    II Pass., = ληϊάς, A.R. 1.818, Lyc.105.

Greek (Liddell-Scott)

ληῖτις: -ιδος, ἡ, (ληὶς) ἡ συνεργοῦσα εἰς τὴν λείαν ἢ ἡ διανέμουσα τὴν λείαν, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Κ. 460· ἀλλαχοῦ ἀγελείη, πρβλ. Παυσ. 5. 14, 6, Λυκόφρ. 105. ΙΙ. παθ. = ληιάς, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 818.

English (Autenrieth)

ιδος: booty-bringing, giver of booty, epith. of Athēna, Il. 10.460†.

Greek Monotonic

ληῖτις: -ιδος, ἡ (ληΐς), αυτή που συνεργεί στη λαφυραγώγηση ή που διανέμει τη λεία, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ληίς
she who makes or dispenses booty, Il.