νομιστέος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[νομίζω]], αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.
|lsmtext='''νομιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[νομίζω]], αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νομιστέος]], η, ον, verb. adj.]<br />to be accounted, Plat.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστέος Medium diacritics: νομιστέος Low diacritics: νομιστέος Capitals: ΝΟΜΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: nomistéos Transliteration B: nomisteos Transliteration C: nomisteos Beta Code: nomiste/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be enacted (νομίζω 1.2), Pl.R.608b.    II νομιστέον, one must account, deem, Id.Sph.230d, Men.550, LXXEp.Je. 40, Porph.Abst.1.12, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ νομίζω, ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νομίζω.

Greek Monotonic

νομιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του νομίζω, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νομιστέος, η, ον, verb. adj.]
to be accounted, Plat.