παραπλευστέος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραπλευστέος:''' -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ. | |lsmtext='''παραπλευστέος:''' -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παραπλευστέος]], η, ον,<br />that must be sailed [[past]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:23, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A that must be sailed past, Str.8.3.27.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλευστέος: -α, -ον, ὃν δέον νὰ παραπλεύσῃ τις πλέων, Στράβ. 351.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de παραπλέω.
Greek Monotonic
παραπλευστέος: -α, -ον, αυτός που πρέπει να πλεύσει δίπλα, σε Στράβ.
Middle Liddell
παραπλευστέος, η, ον,
that must be sailed past, Strab.