πεντώρυγος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεντώρυγος:''' -ον, Αττ. [[μορφή]] του [[πεντόργυιος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πεντώρυγος:''' -ον, Αττ. [[μορφή]] του [[πεντόργυιος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντ-ώρυγος, ον, [[attic]] [[form]] of [[πεντόργυιος]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 05:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώρῠγος Medium diacritics: πεντώρυγος Low diacritics: πεντώρυγος Capitals: ΠΕΝΤΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: pentṓrygos Transliteration B: pentōrygos Transliteration C: pentorygos Beta Code: pentw/rugos

English (LSJ)

ον,

   A = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].

Greek Monotonic

πεντώρυγος: -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

πεντ-ώρυγος, ον, attic form of πεντόργυιος, Xen.]