συνεπιδίδωμι: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεπιδίδωμι:''' <b class="num">1)</b> одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.). | |elrutext='''συνεπιδίδωμι:'''<br /><b class="num">1)</b> одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 10 January 2019
English (LSJ)
A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.). 2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc. 3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a. II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.
French (Bailly abrégé)
croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.
Greek Monolingual
Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].
Russian (Dvoretsky)
συνεπιδίδωμι:
1) одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2) одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).