ὠρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(47c)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α [[ὤρα]]<br />[[μεριμνώ]], [[ὠρεύω]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[ὧρος]]<br /><b>πιθ.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) (μόνον το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ.) <i>ὡρέοντα</i><br />«χρονίζοντα, [[ὧρος]] γὰρ ὁ [[χρόνος]] καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες».
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α [[ὤρα]]<br />[[μεριμνώ]], [[ὠρεύω]].<br /><b>(II)</b><br />Α [[ὧρος]]<br /><b>πιθ.</b> ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) (μόνον το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ.) <i>ὡρέοντα</i><br />«χρονίζοντα, [[ὧρος]] γὰρ ὁ [[χρόνος]] καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες».
}}
}}

Revision as of 12:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρέω Medium diacritics: ὠρέω Low diacritics: ωρέω Capitals: ΩΡΕΩ
Transliteration A: ōréō Transliteration B: ōreō Transliteration C: oreo Beta Code: w)re/w

English (LSJ)

in pres. part. ὠρεόντων· φροντιζόντων, Hp. ap. Gal.19.157: but ὡρέοντα· χρονίζοντα, ὧρος γὰρ ὁ χρόνος καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες, Hp. ap. Erot.: but the latter word may be imaginary, the reference being perh. to ὡραῖα ἐόντα in Id.Loc.Hom.38; neither has been found in our codd. of Hp.:—we have also ὠρήσαντα· φυλάσσοντα, and ὠρήσσονται· φυλάσσονται, Hsch.; ὠρεῖν· φυλάττειν, ὅθεν καὶ ὁ θυρωρὸς λέγεται, Id., which together with EM 686.54, al., Corn.ND1, suggests that ὠρέω is coined by Grammarians to expl. words in -ωρός.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρέω: (ὤρα) = ὠρεύω, «ὠρεόντων, φροντιζόντων, ὅτι καὶ ἡ φροντὶς ὤρα» Γαληνοῦ Ἱπποκρ. γλωσσῶν Ἐξήγ. 600.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ῥῆμα: ὠρήσσω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. Σουΐδ.

Greek Monolingual

(I)
Α ὤρα
μεριμνώ, ὠρεύω.
(II)
Α ὧρος
πιθ. (κατά τον Ιπποκρ.) (μόνον το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ.) ὡρέοντα
«χρονίζοντα, ὧρος γὰρ ὁ χρόνος καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες».