ὠρέω
English (LSJ)
in pres. part. ὠρεόντων· φροντιζόντων, Hp. ap. Gal.19.157: but ὡρέοντα· χρονίζοντα, ὧρος γὰρ ὁ χρόνος καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες, Hp. ap. Erot.: but the latter word may be imaginary, the reference being perhaps to ὡραῖα ἐόντα in Id.Loc.Hom.38; neither has been found in our codd. of Hp.:—we have also ὠρήσαντα· φυλάσσοντα, and ὠρήσσονται· φυλάσσονται, Hsch.; ὠρεῖν· φυλάττειν, ὅθεν καὶ ὁ θυρωρὸς λέγεται, Id., which together with EM 686.54, al., Corn.ND1, suggests that ὠρέω is coined by Grammarians to expl. words in -ωρός.
Greek (Liddell-Scott)
ὠρέω: (ὤρα) = ὠρεύω, «ὠρεόντων, φροντιζόντων, ὅτι καὶ ἡ φροντὶς ὤρα» Γαληνοῦ Ἱπποκρ. γλωσσῶν Ἐξήγ. 600.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ῥῆμα: ὠρήσσω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πρβλ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
(I)
Α ὤρα
μεριμνώ, ὠρεύω.
(II)
Α ὧρος
πιθ. (κατά τον Ιπποκρ.) (μόνον το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ.) ὡρέοντα
«χρονίζοντα, ὧρος γὰρ ὁ χρόνος καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες».