εκλεκτός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(10)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εκλεχτός]], -ή, -ό (AM [[ἐκλεκτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) [[διαλεχτός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα [[αξίωμα]]<br /><b>3.</b> εξαιρετικής ποιότητας<br /><b>4.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι εκλεκτοί</i><br />αυτοί τους οποίους διάλεξε ο [[θεός]], οι αγαπημένοι του θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ο [[εκλεκτός]]<br />[[υποδεκανέας]] του ιππικού<br /><b>μσν.</b><br /><i>οἱ ἐκλεκτοί</i><br />η στρατιωτική [[φρουρά]] της Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλεκτόν</i><br />το [[σιτάρι]].
|mltxt=και [[εκλεχτός]], -ή, -ό (AM [[ἐκλεκτός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) [[διαλεχτός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα [[αξίωμα]]<br /><b>3.</b> εξαιρετικής ποιότητας<br /><b>4.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι εκλεκτοί</i><br />αυτοί τους οποίους διάλεξε ο [[θεός]], οι αγαπημένοι του θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[εκλεκτός]]<br />[[υποδεκανέας]] του ιππικού<br /><b>μσν.</b><br /><i>οἱ ἐκλεκτοί</i><br />η στρατιωτική [[φρουρά]] της Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλεκτόν</i><br />το [[σιτάρι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

και εκλεχτός, -ή, -ό (AM ἐκλεκτός, -ή, -όν)
1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός
2. αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα αξίωμα
3. εξαιρετικής ποιότητας
4. ως ουσ. οι εκλεκτοί
αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι του θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)
νεοελλ.
ο εκλεκτός
υποδεκανέας του ιππικού
μσν.
οἱ ἐκλεκτοί
η στρατιωτική φρουρά της Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλεκτόν
το σιτάρι.