έλατο: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το και [[έλατος]], ο και [[ελάτι]], το (AM [[ἐλάτη]], η<br />Μ και ἔλατος, ο)<br />κωνοφόρο [[δέντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κούπα]] από [[έλατο]]<br /><b>2.</b> το [[περικάλυμμα]] του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>elew</i>-<i>in</i> «[[κέδρος]]», ρωσ. <i>jalov</i>-<i>ec</i> και <i>jelen</i>-<i>ec</i> «[[άρκευθος]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. <i>το [[έλατο]](<i>ν</i>), πιθ. από τον πληθ. <i>τα έλατα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεύκο]](<i>ν</i>), <i>πεύκα</i>), σχηματίστηκε [[είτε]] [[κατά]] τον γενικό χαρακτηρισμό «<i>τα δένδρα</i>» [[είτε]] αναλογικά [[προς]] τους αρχαίους πληθυντικούς <i>τα [[σίτα]], <i>τα κέλευθα</i>. Το αρσ. [[γένος]] στον τ. | |mltxt=το και [[έλατος]], ο και [[ελάτι]], το (AM [[ἐλάτη]], η<br />Μ και ἔλατος, ο)<br />κωνοφόρο [[δέντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κούπα]] από [[έλατο]]<br /><b>2.</b> το [[περικάλυμμα]] του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η [[σύνδεση]] με αρμ. <i>elew</i>-<i>in</i> «[[κέδρος]]», ρωσ. <i>jalov</i>-<i>ec</i> και <i>jelen</i>-<i>ec</i> «[[άρκευθος]]» [[είναι]] αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. <i>το [[έλατο]](<i>ν</i>), πιθ. από τον πληθ. <i>τα έλατα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεύκο]](<i>ν</i>), <i>πεύκα</i>), σχηματίστηκε [[είτε]] [[κατά]] τον γενικό χαρακτηρισμό «<i>τα δένδρα</i>» [[είτε]] αναλογικά [[προς]] τους αρχαίους πληθυντικούς <i>τα [[σίτα]], <i>τα κέλευθα</i>. Το αρσ. [[γένος]] στον τ. ο [[έλατος]] οφείλεται στη μεγεθυντική του [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> [[βρόντος]]-[[βροντή]], [[πεύκος]]-[[πεύκη]] <b>κ.ά.</b>). Τέλος το ουδ. [[ελάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ελάτη]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
το και έλατος, ο και ελάτι, το (AM ἐλάτη, η
Μ και ἔλατος, ο)
κωνοφόρο δέντρο
αρχ.
1. κούπα από έλατο
2. το περικάλυμμα του καρπού τών φοινίκων στο δέσιμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή γενικότερα οι ονομασίες τών κωνοφόρων δένδρων διαφέρουν στις ΙΕ γλώσσες, η σύνδεση με αρμ. elew-in «κέδρος», ρωσ. jalov-ec και jelen-ec «άρκευθος» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. το έλατο(ν), πιθ. από τον πληθ. τα έλατα (πρβλ. πεύκο(ν), πεύκα), σχηματίστηκε είτε κατά τον γενικό χαρακτηρισμό «τα δένδρα» είτε αναλογικά προς τους αρχαίους πληθυντικούς τα σίτα, τα κέλευθα. Το αρσ. γένος στον τ. ο έλατος οφείλεται στη μεγεθυντική του σημασία (πρβλ. βρόντος-βροντή, πεύκος-πεύκη κ.ά.). Τέλος το ουδ. ελάτι < ελάτ-ιον, υποκορ. του ελάτη].