οπισθότονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀπισθότονος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οπισθότονος]]<br />γενικευμένη [[σύσπαση]] τών [[μυών]] του σώματος και [[κυρίως]] τών εκτεινόντων, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας η [[κεφαλή]] και ο [[κορμός]] αναστρέφονται [[προς]] τα [[πίσω]], ενώ τα [[άκρα]] [[είναι]] σε [[υπερέκταση]], και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη [[δηλητηρίαση]] από [[στρυχνίνη]], στην ενδοκράνια [[υπέρταση]] και στην [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προς]] τα [[πίσω]] [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>η [[οπισθοτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>τονος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀπισθότονος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οπισθότονος]]<br />γενικευμένη [[σύσπαση]] τών [[μυών]] του σώματος και [[κυρίως]] τών εκτεινόντων, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας η [[κεφαλή]] και ο [[κορμός]] αναστρέφονται [[προς]] τα [[πίσω]], ενώ τα [[άκρα]] [[είναι]] σε [[υπερέκταση]], και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη [[δηλητηρίαση]] από [[στρυχνίνη]], στην ενδοκράνια [[υπέρταση]] και στην [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προς]] τα [[πίσω]] [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>η [[οπισθοτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>τονος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀπισθότονος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος
γενικευμένη σύσπαση τών μυών του σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια της οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη δηλητηρίαση από στρυχνίνη, στην ενδοκράνια υπέρταση και στην υστερία
αρχ.
1. ο προς τα πίσω τεντωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. η οπισθοτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -τονος (< τείνω), πρβλ. μονό-τονος].