ὀπισθότονος

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθότονος Medium diacritics: ὀπισθότονος Low diacritics: οπισθότονος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: opisthótonos Transliteration B: opisthotonos Transliteration C: opisthotonos Beta Code: o)pisqo/tonos

English (LSJ)

ὀπισθότονον,
A drawn backwards, τόξον Nonn. D. 7.195.
II ὀπισθότονος, ὁ = ὀπισθοτονία (opisthotony), Hp.Epid.5.75,76, Pl.Ti.84e, Aret.SA1.6.

Wikipedia EN

Opisthotonus in a patient suffering from tetanus - Painting by Sir Charles Bell - 1809

Opisthotonus or opisthotonos (from Ancient Greek: ὄπισθεν, romanized: opisthen, lit. 'behind' and τόνος, tonos, 'tension') is a state of severe hyperextension and spasticity in which an individual's head, neck and spinal column enter into a complete "bridging" or "arching" position.

This extreme arched pose is an extrapyramidal effect and is caused by spasm of the axial muscles along the spinal column. It has been shown to occur naturally in birds, snakes suffering from advanced boid inclusion body disease, and placental mammals, among existing animals; it is observed in some articulated dinosaur fossils.

German (Pape)

[Seite 358] rückwärts gespannt; νοσήματα ὀπισθότονα, = ὀπισθοτονία, Plat. Tim. 84 c, u. so auch bei Hippocr. ὁ ὀπισθότονος; – πόδες, Nonn. D. 10, 153, öfter.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθότονος: ὁ мед. опистотонус, судорожное сведение мышц назад Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθότονος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω τεταμένος, τόξον Νόνν. Δ. 195 ὀπ. δεσμός, δι’ οὗ αἱ χεῖρες δένονται πρὸς τὰ ὀπίσω, ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 24. ΙΙ. ὀπισθότονος, ὁ, = ὀπισθοτονία, Ἱππ. 1159C, D, Πλάτ. Τίμ. 14Ε· ἀντίθετον τῷ ἐμπροσθότονος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀπισθότονος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος
γενικευμένη σύσπαση τών μυών του σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια της οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη δηλητηρίαση από στρυχνίνη, στην ενδοκράνια υπέρταση και στην υστερία
αρχ.
1. ο προς τα πίσω τεντωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. η οπισθοτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -τονος (< τείνω), πρβλ. μονότονος].