μαίανδρος: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(23) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μαίανδρος]]) [[Μαίανδρος]]<br /><b>1.</b> [[ελιγμός]] [[παρόμοιος]] με τον ρου του ομώνυμου ποταμού<br /><b>2.</b> γεωμετρικό διακοσμητικό [[σχέδιο]] που αποτελείται από ορθές γωνίες που συνελίσσονται<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b | |mltxt=ο (Α [[μαίανδρος]]) [[Μαίανδρος]]<br /><b>1.</b> [[ελιγμός]] [[παρόμοιος]] με τον ρου του ομώνυμου ποταμού<br /><b>2.</b> γεωμετρικό διακοσμητικό [[σχέδιο]] που αποτελείται από ορθές γωνίες που συνελίσσονται<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ο [[Μαίανδρος]]<br />[[ποταμός]] της Καρίας, [[ονομαστός]] για τον οφιοειδή δρόμο του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 81] ὁ, s. nom. pr.; bei Späteren übertr. von jeder Krümmung, von einem vielfach geschlängelten Wege, von Verzierungen auf Kunstdenkmälern.
Greek Monolingual
ο (Α μαίανδρος) Μαίανδρος
1. ελιγμός παρόμοιος με τον ρου του ομώνυμου ποταμού
2. γεωμετρικό διακοσμητικό σχέδιο που αποτελείται από ορθές γωνίες που συνελίσσονται
3. ως κύριο όν. ο Μαίανδρος
ποταμός της Καρίας, ονομαστός για τον οφιοειδή δρόμο του.