πεντασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(31)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντασύλλαβος]], -ον, ΝΑ<br />(για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] συλλαβές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πεντασύλλαβος]]<br /><b>(μετρ.)</b> ο [[στίχος]] που αποτελείται από [[πέντε]] συλλαβές και που, στη [[μορφή]] του δακτυλικού ή ιαμβικού, χρησιμοποιούσαν [[συχνά]] οι αρχαίοι Έλληνες ως τονική [[κατακλείδα]] στροφών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πεντασυλλάβως]] Μ<br />σε [[πέντε]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[σύλλαβος]]].
|mltxt=-η, -ο / [[πεντασύλλαβος]], -ον, ΝΑ<br />(για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από [[πέντε]] συλλαβές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πεντασύλλαβος]]<br /><b>(μετρ.)</b> ο [[στίχος]] που αποτελείται από [[πέντε]] συλλαβές και που, στη [[μορφή]] του δακτυλικού ή ιαμβικού, χρησιμοποιούσαν [[συχνά]] οι αρχαίοι Έλληνες ως τονική [[κατακλείδα]] στροφών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πεντασυλλάβως]] Μ<br />σε [[πέντε]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[σύλλαβος]]].
}}
}}

Revision as of 11:13, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 557] fünfsylbig, Scholl., z. B. zu Ar. Ran. 899.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰσύλλᾰβος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε συλλαβῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 687, Ὀρ. 195. ― Ἐπίρρ. -βως, Εὐστ. εἰς Διον. ΙΙ. 431.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντασύλλαβος, -ον, ΝΑ
(για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από πέντε συλλαβές
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεντασύλλαβος
(μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από πέντε συλλαβές και που, στη μορφή του δακτυλικού ή ιαμβικού, χρησιμοποιούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες ως τονική κατακλείδα στροφών.
επίρρ...
πεντασυλλάβως Μ
σε πέντε συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δι-σύλλαβος].