φυματικός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(45)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φυματικός]], <i>η φυματική</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[φυματίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύμα]], <i>φύματος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[φυματικός]], <i>η φυματική</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[φυματίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύμα]], <i>φύματος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].