δρύινος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(Autenrieth)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[δρῦς]]): [[oaken]], Od. 21.43†.
|auten=([[δρῦς]]): [[oaken]], Od. 21.43†.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δρύϊνος]], -ον)<br />ο φτιαγμένος από [[βαλανιδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δρύινος]]<br /><b>1.</b> μικρό υμενόπτερο [[έντομο]]<br /><b>2.</b> ανιοβόλο [[φίδι]] της νοτιοανατολικής Ασίας<br /><b>φρ.</b> «δρύϊνον πῡρ» — [[φωτιά]] από ξύλα βαλανιδιάς.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δρύϊνος]], η, ον <i>adj</i> [[δρῦς]]<br />[[oaken]], Od., Eur.; δρ. πῦρ a [[wood]] [[fire]] of oak-[[wood]], Theocr.; [[μέλι]] δρ. [[honey]] from the [[hollow]] of an oak, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

English (Autenrieth)

(δρῦς): oaken, Od. 21.43†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δρύϊνος, -ον)
ο φτιαγμένος από βαλανιδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος
1. μικρό υμενόπτερο έντομο
2. ανιοβόλο φίδι της νοτιοανατολικής Ασίας
φρ. «δρύϊνον πῡρ» — φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς.

Middle Liddell

δρύϊνος, η, ον adj δρῦς
oaken, Od., Eur.; δρ. πῦρ a wood fire of oak-wood, Theocr.; μέλι δρ. honey from the hollow of an oak, Anth.