Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδηγητής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(28)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και οδηγήτρα (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και οδηγήτρα (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].