ηλεκτροστατικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους της ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («[[ηλεκτροστατική]] [[μηχανή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ηλεκτροστατική]]<br />[[τομέας]] του ηλεκτρισμού, κλάδου της φυσικής, που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών φαινομένων ισορροπίας του ηλεκτρισμού στα διάφορα ηλεκτρισμένα σώματα, ο [[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>electrostatic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>static</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[στατικός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] Άστυ].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους της ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («[[ηλεκτροστατική]] [[μηχανή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ηλεκτροστατική]]<br />[[τομέας]] του ηλεκτρισμού, κλάδου της φυσικής, που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών φαινομένων ισορροπίας του ηλεκτρισμού στα διάφορα ηλεκτρισμένα σώματα, ο [[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>electrostatic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>electro</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλεκτρο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>static</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[στατικός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην [[εφημερίδα]] Άστυ].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους της ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («ηλεκτροστατική μηχανή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτροστατική
τομέας του ηλεκτρισμού, κλάδου της φυσικής, που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων ισορροπίας του ηλεκτρισμού στα διάφορα ηλεκτρισμένα σώματα, ο στατικός ηλεκτρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatic < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + static (πρβλ. στατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].