ρητορικός: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(36)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥητορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη [[ρητορεία]]<br />(α. «[[ρητορική]] [[τέχνη]]» β. «ῥητορικὴ [[δεινότης]]» πάπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ρητορική]]<br />[[σύνολο]] κανόνων του προφορικού λόγου και [[ιδίως]] της δημηγορίας, που εξελίχθηκε σε [[τέχνη]] από την [[αρχαιότητα]], με σκοπό να προσελκύεται η [[προσοχή]] του ακροατηρίου και να πείθεται ο [[ακροατής]] με τη [[μαεστρία]] της επιχειρηματολογίας και με την [[ομορφιά]] του ύφους και της γλώσσας, αποδεχόμενος τις απόψεις του ρήτορα<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ρητορική</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στομφώδης]], [[επιδεικτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρητορική]] [[τέχνη]]» — η [[ρητορική]]<br />β) «εκκλησιαστική [[ρητορική]]»<br /><b>θεολ.</b> ένα από τα μαθήματα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη [[θεωρία]] του ομιλητικού ή κηρυκτικού έργου της Εκκλησίας και [[κατά]] το οποίο εκτίθενται οι αρχές, οι κανόνες και η [[τεχνική]], σύμφωνα με τα οποία [[πρέπει]] να γίνεται το [[θείο]] [[κήρυγμα]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥητορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη [[ρητορεία]]<br />(α. «[[ρητορική]] [[τέχνη]]» β. «ῥητορικὴ [[δεινότης]]» πάπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ρητορική]]<br />[[σύνολο]] κανόνων του προφορικού λόγου και [[ιδίως]] της δημηγορίας, που εξελίχθηκε σε [[τέχνη]] από την [[αρχαιότητα]], με σκοπό να προσελκύεται η [[προσοχή]] του ακροατηρίου και να πείθεται ο [[ακροατής]] με τη [[μαεστρία]] της επιχειρηματολογίας και με την [[ομορφιά]] του ύφους και της γλώσσας, αποδεχόμενος τις απόψεις του ρήτορα<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ρητορική</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στομφώδης]], [[επιδεικτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρητορική]] [[τέχνη]]» — η [[ρητορική]]<br />β) «εκκλησιαστική [[ρητορική]]»<br /><b>θεολ.</b> ένα από τα μαθήματα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη [[θεωρία]] του ομιλητικού ή κηρυκτικού έργου της Εκκλησίας και [[κατά]] το οποίο εκτίθενται οι αρχές, οι κανόνες και η [[τεχνική]], σύμφωνα με τα οποία [[πρέπει]] να γίνεται το [[θείο]] [[κήρυγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥητορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥήτωρ, -ορος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία
(α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική
σύνολο κανόνων του προφορικού λόγου και ιδίως της δημηγορίας, που εξελίχθηκε σε τέχνη από την αρχαιότητα, με σκοπό να προσελκύεται η προσοχή του ακροατηρίου και να πείθεται ο ακροατής με τη μαεστρία της επιχειρηματολογίας και με την ομορφιά του ύφους και της γλώσσας, αποδεχόμενος τις απόψεις του ρήτορα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ρητορική
τίτλος έργου του Αριστοτέλους
νεοελλ.
1. στομφώδης, επιδεικτικός
2. φρ. α) «ρητορική τέχνη» — η ρητορική
β) «εκκλησιαστική ρητορική»
θεολ. ένα από τα μαθήματα του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη θεωρία του ομιλητικού ή κηρυκτικού έργου της Εκκλησίας και κατά το οποίο εκτίθενται οι αρχές, οι κανόνες και η τεχνική, σύμφωνα με τα οποία πρέπει να γίνεται το θείο κήρυγμα.