επιδεικτικός
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδεικτικός, -ή, -όν)
1. κατάλληλος για επίδειξη
2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» — έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την τάση να επιδεικνύεται
2. εντυπωσιακός
αρχ.
1. ο κατάλληλος να επιδείξει κάτι («ταύτης [τῆς ρητορικῆς] μετέχει, καθ’ ὅσον ἤθους τε καὶ πάθους ἐπιδεικτική ἐστιν», Λουκιαν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ό ἐπιδεικτικός
(για ρήτορα) αυτός που αγορεύει για επίδειξη
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιδεικτική
η ρητορική που περιλαμβάνει επιδεικτικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεικτικός (< δείκτης < δεικνύω)].