μεθαύριο: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεθαύριον]], Α και [[μεταύριον]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] την επόμενη από την αυριανή [[ημέρα]], [[κατά]] τη μεθεπόμενη [[ημέρα]] («[[μεθαύριο]] θα διεξαχθεί ο [[αγώνας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειρωνικά) [[ουδέποτε]], [[ποτέ]] («βάστα την όρεξή σου για [[μεθαύριο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>η [[μεθαύριον]]<br />η μεθεπόμενη [[ημέρα]] («η [[μεθαύριον]] [[είναι]] για μένα πολύ κρίσιμη [[ημέρα]], [[γιατί]] [[δίνω]] εξετάσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>μεθ</i>' [[αὔριον]] ([[αντί]] <i>μετ</i>' [[αὔριον]]), [[κατά]] το <i>μεθ</i>' <i>ἡμέραν</i>].
|mltxt=(ΑM [[μεθαύριον]], Α και [[μεταύριον]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] την επόμενη από την αυριανή [[ημέρα]], [[κατά]] τη μεθεπόμενη [[ημέρα]] («[[μεθαύριο]] θα διεξαχθεί ο [[αγώνας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ειρωνικά) [[ουδέποτε]], [[ποτέ]] («βάστα την όρεξή σου για [[μεθαύριο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> η [[μεθαύριον]]<br />η μεθεπόμενη [[ημέρα]] («η [[μεθαύριον]] [[είναι]] για μένα πολύ κρίσιμη [[ημέρα]], [[γιατί]] [[δίνω]] εξετάσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>μεθ</i>' [[αὔριον]] ([[αντί]] <i>μετ</i>' [[αὔριον]]), [[κατά]] το <i>μεθ</i>' <i>ἡμέραν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

(ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον)
επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέραμεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας»)
νεοελλ.
1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο»)
2. ως ουσ. η μεθαύριον
η μεθεπόμενη ημέρα («η μεθαύριον είναι για μένα πολύ κρίσιμη ημέρα, γιατί δίνω εξετάσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση μεθ' αὔριον (αντί μετ' αὔριον), κατά το μεθ' ἡμέραν].