περιττοσύλλαβος: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(32) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περιττοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ, και [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περιττοσύλλαβα</i><br /><b>γραμμ.</b> α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. | |mltxt=-η, -ο / [[περιττοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ, και [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περιττοσύλλαβα</i><br /><b>γραμμ.</b> α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο [[λιμήν]], <i>του λιμένος</i> κ.λπ. στον εν. και <i>οι λιμένες</i>, <i>τών λιμένων</i> κ.λπ. στον πληθ.<br />β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, [[καθώς]] και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν [[περιττοσυλλαβία]] σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού [[αλλά]] και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο [[ψαράς]] - <i>οι ψαράδες</i>... κ.λπ., η [[αλεπού]] - <i>οι αλεπούδες</i>... κ.λπ., το [[βήμα]] - <i>του βήματος</i> - <i>τα βήματα</i> κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται [[σήμερα]] ως ανισοσύλλαβα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει μια [[συλλαβή]] περισσότερη από άλλον («γενική [[περισσοσύλλαβος]]», Απολλ. Δύσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττοσυλλάβως</i> και <i>περισσοσυλλάβως</i> Μ<br />με μια [[συλλαβή]] περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», <b>Στέφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλαβή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο / περιττοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, -ον, ΜΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα
γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο λιμήν, του λιμένος κ.λπ. στον εν. και οι λιμένες, τών λιμένων κ.λπ. στον πληθ.
β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, καθώς και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν περιττοσυλλαβία σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού αλλά και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο ψαράς - οι ψαράδες... κ.λπ., η αλεπού - οι αλεπούδες... κ.λπ., το βήμα - του βήματος - τα βήματα κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται σήμερα ως ανισοσύλλαβα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μια συλλαβή περισσότερη από άλλον («γενική περισσοσύλλαβος», Απολλ. Δύσκ.).
επίρρ...
περιττοσυλλάβως και περισσοσυλλάβως Μ
με μια συλλαβή περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», Στέφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός + συλλαβή.