περιττοσύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περιττοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ, και [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περιττοσύλλαβα</i><br /><b>γραμμ.</b> α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο [[λιμήν]], <i>του λιμένος</i> κ.λπ. στον εν. και <i>οι λιμένες</i>, <i>τών λιμένων</i> κ.λπ. στον πληθ.<br />β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, [[καθώς]] και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν [[περιττοσυλλαβία]] σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού [[αλλά]] και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο [[ψαράς]] - <i>οι ψαράδες</i>... κ.λπ., η [[αλεπού]] - <i>οι αλεπούδες</i>... κ.λπ., <i>το [[βήμα]] - <i>του βήματος</i> - <i>τα βήματα</i> κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται [[σήμερα]] ως ανισοσύλλαβα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει μια [[συλλαβή]] περισσότερη από άλλον («γενική [[περισσοσύλλαβος]]», Απολλ. Δύσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττοσυλλάβως</i> και <i>περισσοσυλλάβως</i> Μ<br />με μια [[συλλαβή]] περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», <b>Στέφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλαβή]].
|mltxt=-η, -ο / [[περιττοσύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ, και [[περισσοσύλλαβος]], -ον, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περιττοσύλλαβα</i><br /><b>γραμμ.</b> α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο [[λιμήν]], <i>του λιμένος</i> κ.λπ. στον εν. και <i>οι λιμένες</i>, <i>τών λιμένων</i> κ.λπ. στον πληθ.<br />β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια [[συλλαβή]] επί [[πλέον]] τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, [[καθώς]] και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν [[περιττοσυλλαβία]] σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού [[αλλά]] και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο [[ψαράς]] - <i>οι ψαράδες</i>... κ.λπ., η [[αλεπού]] - <i>οι αλεπούδες</i>... κ.λπ., το [[βήμα]] - <i>του βήματος</i> - <i>τα βήματα</i> κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται [[σήμερα]] ως ανισοσύλλαβα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει μια [[συλλαβή]] περισσότερη από άλλον («γενική [[περισσοσύλλαβος]]», Απολλ. Δύσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττοσυλλάβως</i> και <i>περισσοσυλλάβως</i> Μ<br />με μια [[συλλαβή]] περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», <b>Στέφ. Βυζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> [[συλλαβή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο / περιττοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, -ον, ΜΑ
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα
γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχει η ονομαστική, ὁπως λ.χ. ο λιμήν, του λιμένος κ.λπ. στον εν. και οι λιμένες, τών λιμένων κ.λπ. στον πληθ.
β) ορισμένα αρσενικά και θηλυκά της Νέας Ελληνικής που στις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μια συλλαβή επί πλέον τών ὁσων έχουν στην ονομαστική ενικού, καθώς και ορισμένα ουδέτερα που παρουσιάζουν περιττοσυλλαβία σε ὁλες τις πτώσεις του πληθυντικού αλλά και στην γενική ενικού, ὁπως λ.χ. ο ψαράς - οι ψαράδες... κ.λπ., η αλεπού - οι αλεπούδες... κ.λπ., το βήμα - του βήματος - τα βήματα κ.λπ., ονόματα που χαρακτηρίζονται σήμερα ως ανισοσύλλαβα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μια συλλαβή περισσότερη από άλλον («γενική περισσοσύλλαβος», Απολλ. Δύσκ.).
επίρρ...
περιττοσυλλάβως και περισσοσυλλάβως Μ
με μια συλλαβή περισσότερη («περιττοσυλλάβως κλίνεται ἀεί», Στέφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός + συλλαβή.