κεφαλαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(3) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) [[κεφαλή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεφαλαίο]]<br />καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφάλαιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεφᾰλαῖος:''' 3, v. l. [[κεφάλαιος]] 2 главный, основной: κεφαλαῖον [[ῥῆμα]] Arph. решительное слово. | |elrutext='''κεφᾰλαῖος:''' 3, v. l. [[κεφάλαιος]] 2 главный, основной: κεφαλαῖον [[ῥῆμα]] Arph. решительное слово. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 1427] den Kopf bildend, zum Kopfe gehörig; ῥῆμα, ein Haupt-, Kapital-, Kernwort, wie ein sopsgroßer Stein, Ar. Ran. 854; der superl. κεφαλαιότατον ist B. A. 104, 6 aus Plat. Gorg. angeführt.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
capital, principal.
Étymologie: κεφαλή.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαῖος: 3, v. l. κεφάλαιος 2 главный, основной: κεφαλαῖον ῥῆμα Arph. решительное слово.