ἡμιόδιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(2b) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εισ</i>-<i>όδιος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμιόδιος:''' прошедший полпути Arst. | |elrutext='''ἡμιόδιος:''' прошедший полпути Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 14 January 2019
English (LSJ)
ον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.
German (Pape)
[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.
Greek Monolingual
ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ-όδιος].
Russian (Dvoretsky)
ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.