χρυσάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(47b) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσάργυρος]], -ον, ΝΜΑ, αρσ. και [[χρυσοάργυρος]] Μ<br />διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. στον τ. [[χρυσοάργυρος]]) (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) χρυσά και αργυρά σκεύη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[χρυσάργυρος]], -ον, ΝΜΑ, αρσ. και [[χρυσοάργυρος]] Μ<br />διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. στον τ. [[χρυσοάργυρος]]) (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) χρυσά και αργυρά σκεύη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[χρυσάργυρον]]<br />α) επιχρυσωμένος [[άργυρος]]<br />β) (στο <b>Βυζ.</b>) [[φόρος]] χρυσού και αργύρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χρυσάργυρος]]<br />[[κράμα]] χρυσού και αργύρου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην νομισματοποιία, γνωστό και ως [[ήλεκτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 14 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A alloy of gold and silver, Maria ap.Zos.Alch.p.169B. 2 tribute of gold and silver, Zos.2.38, PLips.64.30 (iv. A. D.).
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσάργυρος, -ον, ΝΜΑ, αρσ. και χρυσοάργυρος Μ
διακοσμημένος με χρυσό και άργυρο
μσν.
(το αρσ. στον τ. χρυσοάργυρος) (με περιλπτ. σημ.) χρυσά και αργυρά σκεύη
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσάργυρον
α) επιχρυσωμένος άργυρος
β) (στο Βυζ.) φόρος χρυσού και αργύρου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσάργυρος
κράμα χρυσού και αργύρου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην νομισματοποιία, γνωστό και ως ήλεκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἄργυρος].