ἐνυάλιος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(2)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνυάλιος]], -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)<br />[[πολεμικός]], [[μαχητικός]], [[μανιώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἐνυάλιον]]<br />το πολεμικό [[σάλπισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωνυμία]] του Άρη, ο Άρης ([[κάποτε]] όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[μάχη]]<br /><b>3.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>4.</b> επίθ. του Διονύσου<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως κύρ. όνομα) <i>τὸ Ἐνυάλιον</i><br />[[ναός]] του Ενυαλίου.
|mltxt=[[ἐνυάλιος]], -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)<br />[[πολεμικός]], [[μαχητικός]], [[μανιώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐνυάλιον]]<br />το πολεμικό [[σάλπισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωνυμία]] του Άρη, ο Άρης ([[κάποτε]] όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[μάχη]]<br /><b>3.</b> πολεμική [[κραυγή]]<br /><b>4.</b> επίθ. του Διονύσου<br /><b>5.</b> (το ουδ. ως κύρ. όνομα) <i>τὸ Ἐνυάλιον</i><br />[[ναός]] του Ενυαλίου.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:50, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 859] (Ἐνυώ), kriegerisch, streitbar, Beiname des Ares, ll. 17, 211, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 179; ἰωχμός Theocr. 25, 279; ἄνδρες D. Per. 97; ἀϋταί Opp. Cyn. 2, 58, wie κέλαδος, Kriegslärm, Hsliod. 1, 31. Gew. substantivisch = Ἄρης, Il. 20, 69, Hes., Pind. u. A. In Soph. Ai. 179 nimmt man es für eine besondere Gottheit, vgl. nom. propr.; τὸ ἐνυάλιον, das Schlachtgeschrei, Poll. 1, 163; auch ὁ ἐνυάλιος, Heliod. 4, 17.

Spanish (DGE)

(ἐνῡάλιος) -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Q.S.1.402, Nonn.D.22.132, 34.136, 35.89

• Morfología: [gen. -ίοιο Nonn.D.27.119]
I 1guerrero, belicoso, terrible epít. de dioses y héroes Ἄρης δεινὸς ἐ. Il.17.211, Lycurg.77, Aen.Tact.24.2, de Dioniso Lyr.Adesp.109b, Macr.Sat.1.19.1, de Zeus, Hestiaeus 3, Αἰνεάδης Opp.C.1.2, κούρη e.d., Pentesilea, Q.S.l.c., Δειανείρη Nonn.D.35.89
tb. de pers. γαμβρός ref. un príncipe bárbaro, Nonn.D.34.221, ἄνδρες de la Dalmacia, D.P.97.
2 de cosas guerrero, de guerra ἰωχμός Theoc.25.279, σίδηρος Nonn.D.29.265, χορείη Nonn.D.27.119, πεύκη Nonn.D.34.136, θύρσος Nonn.D.43.74, τὸν ἐνυάλιον παιᾶνα ... ἐπαλαλαζόντων Iul.Or.1.36b
de guerra, militar στολή Afric.Cest.1.1.9, ἔσθημα Tz.H.12.785.
II subst. τὸ Ἐ. Enialion templo de Enialio en la isla de Minoa (Mégara), Th.4.67 (cód., pero cf. Ἐνυαλιεῖον).

Greek Monolingual

ἐνυάλιος, -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)
πολεμικός, μαχητικός, μανιώδης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνυάλιον
το πολεμικό σάλπισμα
αρχ.
1. επωνυμία του Άρη, ο Άρης (κάποτε όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)
2. συνεκδ. η μάχη
3. πολεμική κραυγή
4. επίθ. του Διονύσου
5. (το ουδ. ως κύρ. όνομα) τὸ Ἐνυάλιον
ναός του Ενυαλίου.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῡάλιος: боевой, бранный (ἰωχμός Theocr.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνῡάλιος: I ὁ бой, битва Eur.