καμπτός: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(nl) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμπτός]], -ή, -όν) [[κάμπτω]]<br />αυτός που μπορεί να καμφθεί, [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμπτός]], -ή, -όν) [[κάμπτω]]<br />αυτός που μπορεί να καμφθεί, [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καμπτός]]<br />α) [[καμπτήρας]]<br />β) [[πτέρυγα]], [[πλευρό]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A flexible, Pl. Ti.44e, Arist.Mete.385a13, al. II masc. as Subst., = καμπτήρ 11, Aq.Pr.2.9, Sch.Ar.Nu.28, v.l. in EM609.29 and Choerob.in Theod. 2.151. 2 flank, Hippiatr.32.
Greek (Liddell-Scott)
καμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κάμψῃ τις, Πλάτ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = καμπτὴρ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 28, Ἐτυμ. Μ. 609. 29, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 courbé;
2 flexible.
Étymologie: adj. verb. de κάμπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καμπτός, -ή, -όν) κάμπτω
αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ καμπτός
α) καμπτήρας
β) πτέρυγα, πλευρό.
Russian (Dvoretsky)
καμπτός: сгибающийся, гибкий (κῶλα Plat.; μόρια Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμπτός -ή -όν [κάμπτω] buigzaam.