χρυσοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(47c) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρυσοκέφαλος]]<br /><b>εκκλ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) [[χαρτοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ταυρο</i>-[[κέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with golden head, epith. of a fish, Phryn.Com. 50.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν στέμμα, Βυζ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοκέφαλος
εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυρο-κέφαλος.