τετραφάρμακος: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(41) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] φάρμακα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] φάρμακα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τετραφάρμακος]]<br />α) [[είδος]] εμπλάστρου από κηρό, [[στέαρ]], [[πίσσα]] και [[ρητίνη]]<br />β) οι πρώτες [[τέσσερεις]] «Κύριαι Δόξαι» του Επικούρου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραφάρμακον</i><br />το [[παραπάνω]] [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[φάρμακος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A compounded of four drugs:—as Subst., τετραφάρμακος, ἡ, a compound of wax, tallow, pitch, resin, Meno Iatr. 14.19, Ph.1.433 (= Stoic.2.154), Gal.1.242; also -κον, τό, Id.12.328. II -κος, ἡ, metaph., of the first four Κύριαι Δόξαι of Epicurus, Phld.Herc.1005.4.
German (Pape)
[Seite 1100] aus vier Heilmitteln zusammengesetzt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων φαρμάκων· ὡς οὐσ. τετραφάρμακος, ἡ, ἢ -φάρμακον, τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, στέατος, πίσσης καὶ ῥητίνης, Φίλων 1. 433, Γαλην., Ἐρωτιαν. 308 ἐν λ. πισσήρην, ἣν ἑρμηνεύει: «κηρωτήν, τὴν τετραφάρμακον καλουμένην».
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετραφάρμακος
α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη
β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» του Επικούρου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον
το παραπάνω είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάρμακον (πρβλ. πεντα-φάρμακος)].