ἐμβατός: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(2)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμβατός]], -όν και [[ἐμβατός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβατός]], [[πορεύσιμος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐμβατή]]<br />[[λεκάνη]] λουτρού, [[μπανιέρα]].
|mltxt=[[ἐμβατός]], -όν και [[ἐμβατός]], -ή, -όν (AM)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβατός]], [[πορεύσιμος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐμβατή]]<br />[[λεκάνη]] λουτρού, [[μπανιέρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμβᾰτός:''' и ἔμβᾰτος 2 доступный (ἡ [[Βρεττανική]] - v. l. [[ἐμβαδόν]] Polyb.; [[χώρα]] τινί Diod.).
|elrutext='''ἐμβᾰτός:''' и ἔμβᾰτος 2 доступный (ἡ [[Βρεττανική]] - v. l. [[ἐμβαδόν]] Polyb.; [[χώρα]] τινί Diod.).
}}
}}

Revision as of 14:30, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰτός Medium diacritics: ἐμβατός Low diacritics: εμβατός Capitals: ΕΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: embatós Transliteration B: embatos Transliteration C: emvatos Beta Code: e)mbato/s

English (LSJ)

όν (-ή, όν Lib.Decl.18.35),

   A passable, accessible, Plb.34.5.2 (nisi leg. ἐμβαδόν), D.S.1.57 (nisi leg. εὐβ.), D.H.1.79.    II ἐμβατή, ἡ, bath, Dsc.Eup.2.59, Sch.Ar.Eq.1057, Hsch. s.v. πύελος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβᾰτός: -όν, εἰς ὃν δύναταί τις νὰ ἔμβῃ, πορεύσιμος, ὁδεύσιμος, Πολύβ. 34. 5, 2, Διόδ. 1. 57, κτλ.

Spanish (DGE)

(ἐμβᾰτός) -όν

• Alolema(s): ἔμβ- AP 8.216 (Gr.Naz.); frec. pap. e inscr. ἐνβ-

• Morfología: [fem. -ή Dsc.Eup.2.59, Aët.9.23, Lib.Decl.18.35]
I transitable, accesible ἡ Βρεττανική Plb.34.5.2 (cód.), cf. D.H.1.79, AP 16.95 (Damag.), θάλασσα Lib.l.c., c. dat. τὴν Δῆλον ... ἀπέφηναν ἐμβατὸν πᾶσιν Ἕλλησι καὶ βαρβάροις Aristid.Or.38.12, οὐκέτι ... ἐμβατὰ ταῦτα λύκοις AP 16.123
fig. πάντα φιλοχρύσοις ἔμβατα todo es accesible para los que aman el oro ref. a los profanadores de tumbas AP l.c.
II subst. ἡ ἐμβατή
1 bañera Dsc.l.c., Gal.13.252, θερμοτέρα ἐ. Aët.9.23, Hsch.s.u. πύελος, CPR 9.69.13 (VI/VII d.C.).
2 sepulcro, sarcófago τὰς ἐν δεξιοῖς ἐνβατάς IGBulg.3.997 (Filipópolis II d.C.), ἐν τῇ μέσῃ ἐνβάτῃ IPompeiopolis 32.10 (imper.), cf. Ἀρχ.Δελτ. 21.1966.335 (Salónica, imper.).

Greek Monolingual

ἐμβατός, -όν και ἐμβατός, -ή, -όν (AM)
αρχ.
διαβατός, πορεύσιμος
μσν.
το θηλ. ως ουσ.ἐμβατή
λεκάνη λουτρού, μπανιέρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβᾰτός: и ἔμβᾰτος 2 доступный (ἡ Βρεττανική - v. l. ἐμβαδόν Polyb.; χώρα τινί Diod.).