πανδοκευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(30)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. [[πανδοκεύτρια]], Α [[πανδοκεύω]]<br /><b>1.</b> [[πανδοχέας]], [[ξενοδόχος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[πανδοκεύτρια]]<br /><b>μτφ.</b> (για τη [[φάλαινα]]) αυτή που [[είναι]] έτοιμη να καταβροχθίσει τα [[πάντα]].
|mltxt=ό, θηλ. [[πανδοκεύτρια]], Α [[πανδοκεύω]]<br /><b>1.</b> [[πανδοχέας]], [[ξενοδόχος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[πανδοκεύτρια]]<br /><b>μτφ.</b> (για τη [[φάλαινα]]) αυτή που [[είναι]] έτοιμη να καταβροχθίσει τα [[πάντα]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκευτής Medium diacritics: πανδοκευτής Low diacritics: πανδοκευτής Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pandokeutḗs Transliteration B: pandokeutēs Transliteration C: pandokeftis Beta Code: pandokeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = πανδοκεύς, BGU1468.3 (iii/ii B. C., pl.).

Greek Monolingual

ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α πανδοκεύω
1. πανδοχέας, ξενοδόχος
2. το θηλ.πανδοκεύτρια
μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα.