πανδοκευτής

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδοκευτής Medium diacritics: πανδοκευτής Low diacritics: πανδοκευτής Capitals: ΠΑΝΔΟΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pandokeutḗs Transliteration B: pandokeutēs Transliteration C: pandokeftis Beta Code: pandokeuth/s

English (LSJ)

πανδοκευτοῦ, ὁ, = πανδοκεύς, BGU1468.3 (iii/ii B. C., pl.).

Greek Monolingual

ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α πανδοκεύω
1. πανδοχέας, ξενοδόχος
2. το θηλ.πανδοκεύτρια
μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα.