αολλής: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(5)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀολλής]], -ές (Α)<br />([[πάντοτε]] στον πληθ.)<br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) όλοι [[μαζί]], αθρόοι<br /><b>2.</b> (για αντικείμενα) όλα [[μαζί]]<br /><b>3.</b> (για δύο μόνο) και οι δύο [[μαζί]]<br /><b>επίρρ.</b> [[ἀολλήδην]]<br />ομαδικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>FỊνής</i> &GT; <i>a</i>-<i>Fολνής</i> &GT; [[αολλής]]. Αιολικός τ. [[αντί]] ιων. [[αλής]] «[[αθρόος]]»].
|mltxt=[[ἀολλής]], -ές (Α)<br />([[πάντοτε]] στον πληθ.)<br /><b>1.</b> (για [[πλήθος]] ανθρώπων) όλοι [[μαζί]], αθρόοι<br /><b>2.</b> (για αντικείμενα) όλα [[μαζί]]<br /><b>3.</b> (για δύο μόνο) και οι δύο [[μαζί]]<br /><b>επίρρ.</b> [[ἀολλήδην]]<br />ομαδικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>FỊνής</i> > <i>a</i>-<i>Fολνής</i> > [[αολλής]]. Αιολικός τ. [[αντί]] ιων. [[αλής]] «[[αθρόος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

ἀολλής, -ές (Α)
(πάντοτε στον πληθ.)
1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι
2. (για αντικείμενα) όλα μαζί
3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί
επίρρ. ἀολλήδην
ομαδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-FỊνής > a-Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής «αθρόος»].