Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αολλής

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

ἀολλής, -ές (Α)
(πάντοτε στον πληθ.)
1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι
2. (για αντικείμενα) όλα μαζί
3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί
επίρρ. ἀολλήδην
ομαδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-FỊνής > a-Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής «αθρόος»].