αολλής

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ἀολλής, -ές (Α)
(πάντοτε στον πληθ.)
1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι
2. (για αντικείμενα) όλα μαζί
3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί
επίρρ. ἀολλήδην
ομαδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-FỊνής > a-Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής «αθρόος»].