ἀολλής
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
ἀολλές, (v. εἴλω) all together, in throngs or crowds, freq. in Hom., especially of warlike hordes, always in plural, Ἀργεῖοι δ' ὑπέμειναν ἀολλέες Il.5.498; βάλλον δ' εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα they put [the joints] all together on the dressers, Od.14.432; τύραννον μέγ' ἐπαίνεντες ἀόλλεες Alc.37A, cf. Sapph.Supp.20b.2; χωρῶμεν δὴ πάντες ἀολλεῖς S.Ph.1469 (lyr.); of two only, together, Id.Tr.514(lyr.); cf. ἀολλήδην.
Spanish (DGE)
-ές
siempre en plu., de pers. juntos, todos juntos c. verb. de mov. περὶ δ' υἷες ἀολλέες ἠγερέθοντο Od.3.412, cf. h.Cer.127, a veces c. πάντες Hes.Fr.204.83, χωρῶμεν δὴ πάντες ἀολλεῖς S.Ph.1469
•ref. a dos οἳ τότ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων S.Tr.513
•en escenas de combate Il.5.498, 13.39, 136, c. πάντες Il.12.78
•c. otros verb. τύραννον, μέγ' ἐπαίνεντες ἀόλλεες Alc.348.3, cf. Theoc.12.30, Nonn.D.15.122, a veces c. πάντες Hp.Ep.17 (p.348)
•de cosas juntos, todos juntos αἶψα δὲ πάντα φέρωμεν ἀολλέα Od.8.394, cf. 14.432, Dion.Ar.M.3.700B.
• Etimología: Cf. ἁλής.
German (Pape)
[Seite 272] ές (εἴλω, ἐόλημαι; ob α copulat., ist zw.), versammelt, gesammt, alle zusammen, dicht gedrängt, geschlossen; Hom. nur plur., oft nom. masc., z. B. Iliad. 15, 306 Τρῶες δὲ προύτυψαν ἀολλέες; accus. Iliad. 9, 89 γέροντας ἀολλέας ἦγεν Ἀχαιῶν ἐς κλισίην, wo Aristarch γέροντας ἀριστέας las, s. Scholl. Didym.; Od. 3, 165 σὺν νηυσὶν ἀολλέσιν; 14, 432 von Fleischstücken ἐρύσαντό τε πάντα, βάλλον δ' εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα. – Seltener bei den Folgenden; Soph. Phil. 1455; auch von zweien, Tr. 511 ch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 pressé, compact;
2 réuni.
Étymologie: ἀ, εἴλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀολλής: только pl. собранный вместе, сплотившийся (Τρῶες προὔτυψαν ἀολλέες Hom.; χωρῶμεν πάντες ἀολλεῖς Soph.; οἱ περὶ τύμβον ἀολλέες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀολλής: ές: (ἴδε ἐν λ. εἴλω): πάντοτε ἐν τῷ πληθ., ὅλοι ὁμοῦ, ὡς τὸ ἀθρόοι, καθ’ ὁμάδας, «ἀθρόως, ὁμοῦ πάντες» Ἡσύχ., συχν. παρ’ Ὁμ., ἴδίως ἐπὶ τῶν πυκνῶν τάξεων τῶν πολεμικῶν, Ἀργεῖοι δ’ ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδ’ ἐφόβηθεν Ἰλ. Ε. 498· βάλλον δ’ εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα, τὰ ἔβαλον ὅλα ὁμοῦ (τὰ τεμάχια τοῦ χοιρείου κρέατος) ἐπάνω εἰς μαγειρικὰς τραπέζας ἢ ξύλινα πινάκια, Ὀδ. Ξ. 432· τύραννον μέγ’ ἐπαινέοντες ἀοελλέες Ἀλκαῖος 37Α. (5.): ― ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., χωρῶμεν δὴ πάντες ἀολλεῖς Σοφ. Φ. 1469: ― ἐπὶ δύο μόνον, ὁμοῦ, ὁ αὐτ. Τρ. 513· πρβλ. προηγ.
English (Autenrieth)
ές (εἴλω): in throngs, (all) together; ἀολλέες ἠγερέθοντο, Il. 23.233; ἀολλέες ἦλθον ἅπᾶσαι, Od. 22.446; πάντα φέρωμεν ἀολλέα, Od. 8.394.
Greek Monolingual
ἀολλής, -ές (Α)
(πάντοτε στον πληθ.)
1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι
2. (για αντικείμενα) όλα μαζί
3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί
επίρρ. ἀολλήδην
ομαδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-FỊνής > a-Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής «αθρόος»].
Greek Monotonic
ἀολλής: -ές (α αθροιστικό και εἴλω· πρβλ. ἀλής), πάντοτε στον πληθ., όλοι μαζί, σε ομάδες, σε πυκνές πολεμικές παρατάξεις ή πλήθη, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
-ες
Grammatical information: adj.
Meaning: all together, in throngs (Il.).
Dialectal forms: Aeolis (below).
Origin: IE [Indo-European] [1138] *uel- press together
Etymology: ἀολλής prob. from *ἀ-Ϝολνής, Aeol. for *ἀ-Ϝαλνής; s. ἁλής.
Middle Liddell
[α copul., εἴλω, cf. ἀλής]
all together, in throngs, shoals or crowds, Hom., Soph., etc.
Frisk Etymology German
ἀολλής: -ες
{aollḗs}
Meaning: zusammengedrängt, in geschlossenen Massen (ep. poet.).
Derivative: Ableitungen: ἀολλίζω zusammendrängen, versammeln (ep. poet.) und ἀολλεῖ· συνάγει H., woraus ἀόλλησις (EM). Adverb ἀολλήδην zusammen (Mosch., Opp. u. a.).
Etymology: ἀολλής wahrscheinlich aus *ἀϝολνής, äol. für *ἀϝαλνής; weiteres s. ἁλής.
Page 1,117