υποχωρητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(44) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποχωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[υποχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[συγκαταβατικός]], [[συμβιβαστικός]] («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ [[μέτριον]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]» — η [[παραγωγή]] μιας λέξης [[κατά]] τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, [[δηλαδή]] η [[παραγωγή]] ενός ουσιαστικού από [[ρήμα]] ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από [[επίρρημα]], όπως λ.χ. στην [[περίπτωση]] [[κατρακυλώ]] | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑποχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποχωρῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[υποχώρηση]]<br /><b>2.</b> [[συγκαταβατικός]], [[συμβιβαστικός]] («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ [[μέτριον]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]» — η [[παραγωγή]] μιας λέξης [[κατά]] τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, [[δηλαδή]] η [[παραγωγή]] ενός ουσιαστικού από [[ρήμα]] ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από [[επίρρημα]], όπως λ.χ. στην [[περίπτωση]] [[κατρακυλώ]] > [[κατρακύλα]] (<i>η</i>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποχωρητικώς</i> και <i>υποχωρητικά</i> Ν<br />με [[υποχώρηση]] ή με υποχωρήσεις. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποχωρῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση
2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.)
3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» — η παραγωγή μιας λέξης κατά τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, δηλαδή η παραγωγή ενός ουσιαστικού από ρήμα ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από επίρρημα, όπως λ.χ. στην περίπτωση κατρακυλώ > κατρακύλα (η)
επίρρ...
υποχωρητικώς και υποχωρητικά Ν
με υποχώρηση ή με υποχωρήσεις.