κατρακύλα
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
η
1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα
2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων
3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά].