χνιαρωτέρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(46)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χνοω <span style="color: red;"><</span> δεσ&GT;[[τέρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ., ο [[οποίος]] ανήκει πιθ. στην [[οικογένεια]] του ρ. [[χναύω]]. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το [[ερμήνευμα]] θα οδηγούσε σε μία [[σύνδεση]] με τον τ. <i>χνοῦς</i> «[[χνούδι]]», του οποίου, όμως, η [[σύνδεση]] με τις λ. [[χναύω]], [[χνόη]] παραμένει αμφίβολη (<b>βλ.</b> και λ. <i>χνοῦς</i>)].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χνοω <span style="color: red;"><</span> δεσ>[[τέρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ., ο [[οποίος]] ανήκει πιθ. στην [[οικογένεια]] του ρ. [[χναύω]]. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το [[ερμήνευμα]] θα οδηγούσε σε μία [[σύνδεση]] με τον τ. <i>χνοῦς</i> «[[χνούδι]]», του οποίου, όμως, η [[σύνδεση]] με τις λ. [[χναύω]], [[χνόη]] παραμένει αμφίβολη (<b>βλ.</b> και λ. <i>χνοῦς</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χνιαρωτέρα Medium diacritics: χνιαρωτέρα Low diacritics: χνιαρωτέρα Capitals: ΧΝΙΑΡΩΤΕΡΑ
Transliteration A: chniarōtéra Transliteration B: chniarōtera Transliteration C: chniarotera Beta Code: xniarwte/ra

English (LSJ)

χνοω<δες>τέρα, Hsch. χνίει· ψακάζει, θρύπτει, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια του ρ. χναύω. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς «χνούδι», του οποίου, όμως, η σύνδεση με τις λ. χναύω, χνόη παραμένει αμφίβολη (βλ. και λ. χνοῦς)].