χάρβαλο: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(46)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[ρημάδι]], [[σαράβαλο]], [[χάλασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άτομο]] καταβεβλημένο από τα [[γηρατειά]] ή από νόσο, [[ερείπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. [[χαλαρός]], μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. <i>χαλαβρός</i> (&GT; [[χάλαβρο]]), με [[μετάθεση]] τών συμφώνων. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. [[χάλαρο]] «[[ερείπιο]], [[χάλασμα]]» και <i>άρβηλος</i> «[[είδος]] μικρού μαχαιριού, [[φαλτσέτα]]»].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[ρημάδι]], [[σαράβαλο]], [[χάλασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άτομο]] καταβεβλημένο από τα [[γηρατειά]] ή από νόσο, [[ερείπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. [[χαλαρός]], μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. <i>χαλαβρός</i> (> [[χάλαβρο]]), με [[μετάθεση]] τών συμφώνων. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. [[χάλαρο]] «[[ερείπιο]], [[χάλασμα]]» και <i>άρβηλος</i> «[[είδος]] μικρού μαχαιριού, [[φαλτσέτα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:28, 15 January 2019

Greek Monolingual

το, Ν
1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση τών συμφώνων. Κατ' άλλη όμως άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. χάλαρο «ερείπιο, χάλασμα» και άρβηλος «είδος μικρού μαχαιριού, φαλτσέτα»].