Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρημάδι

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το, Ν
1. κτήριο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, χάλασμα, ερείπιο
2. (γενικά) α) καθετί το κατεστραμμένο ή εγκαταλελειμμένο ως ανάξιο λόγου («τα ρημάδια της ζωής»)
β) καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό («τί το θέλεις το ρημάδι;»)
3. στον πληθ. τα ρημάδια
σύνολο παλιών και σχεδόν κατεστραμμένων επίπλων και σκευών
4. φρ. «πήγαινε στα ρημάδια»
(ως κατάρα) εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ἐρημάδιν].