ουρανόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[φωτεινότητα]] του ουρανού, [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[φωτεινότητα]] του ουρανού, [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> [[θαλασσόχρους]])]. | ||
}} | }} | ||
==English== | ==English== | ||
[[sky-coloured]], [[sky-colored]] | [[sky-coloured]], [[sky-colored]] |
Revision as of 10:55, 27 January 2019
Greek Monolingual
-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)
αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα του ουρανού, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσόχρους)].