Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουρανόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[φωτεινότητα]] του ουρανού, [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> [[θαλασσόχρους]])].
|mltxt=-ουν (Α [[οὐρανόχρους]], -ουν και -οος, -οον και [[οὐρανόχρως]], -ων)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[φωτεινότητα]] του ουρανού, [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> [[θαλασσόχρους]])].
}}
}}
==English==
==English==
[[sky-coloured]], [[sky-colored]]
[[sky-coloured]], [[sky-colored]]

Latest revision as of 10:55, 27 January 2019

Greek Monolingual

-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)
αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα του ουρανού, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσόχρους)].

English

sky-coloured, sky-colored