Τισιφόνη: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "*" to "*")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῡ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, [[Τισιφόνη]], Μέγαιρα», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τίνω]] / [[τίσις]] «[[εκδίκηση]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φόνη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[χτυπώ]]»)].
|mltxt=ἡ, Α<br />μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῦ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, [[Τισιφόνη]], Μέγαιρα», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τίνω]] / [[τίσις]] «[[εκδίκηση]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φόνη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[χτυπώ]]»)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Τῑσῑφόνη:''' ἡ Тисифона, «Мстительница за убийство» (старшая из трех Эриний-Эвменид) Plut., Luc.
|elrutext='''Τῑσῑφόνη:''' ἡ Тисифона, «Мстительница за убийство» (старшая из трех Эриний-Эвменид) Plut., Luc.
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῑσῐφόνη Medium diacritics: Τισιφόνη Low diacritics: Τισιφόνη Capitals: ΤΙΣΙΦΟΝΗ
Transliteration A: Tisiphónē Transliteration B: Tisiphonē Transliteration C: Tisifoni Beta Code: *tisifo/nh

English (LSJ)

ἡ, (τίνω, φόνος)

   A Tisiphone, the Avenger of blood, one of the Erinyes, Orph.H.69.2, A.968, Apollod.1.1.4.    2 daughter of Alcmeonand Manto, E.ap.Apollod.3.7.7 (NauckTGFp.380). (Τεισιφόνη shd. prob. be read.)

Greek (Liddell-Scott)

Τῑσῐφόνη: ἡ, ἡ ἐκδικήτρια τῶν φόνων, μία τῶν Ἐρινύων, Ὀρφ. Ὕμν. 682, Ἀργ. 966.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Tisiphonè, l’une des trois Furies, vengeresses du meurtre.
Étymologie: τίω, φόνος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῦ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + -φόνη (< φόνος < θείνω «χτυπώ»)].

Russian (Dvoretsky)

Τῑσῑφόνη: ἡ Тисифона, «Мстительница за убийство» (старшая из трех Эриний-Эвменид) Plut., Luc.