ακαταληψία: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
(2)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκαταληψία]]) [[ἀκατάληπτος]]<br /><b>1.</b> [[αδυναμία]] ή [[ανικανότητα]] για [[κατανόηση]], για βέβαιη [[γνώση]]<br />«τῶν ἀδήλων [[ἀκαταληψία]]» (Σέξτ. Εμπ. <i>Πυρρών</i>. 1, 236), «[[εἴδησις]]... τῆς θείας οὐσίας ἡ [[αἴσθησις]] αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ τῆς ἀκαταληψίας κεκτημένοι» (Επιφάν. <i>Αιρ</i>. 76.54)<br /><b>2.</b> [[απεραντοσύνη]] (Γρηγ. Νύσσης).
|mltxt=η (Α [[ἀκαταληψία]]) [[ἀκατάληπτος]]<br /><b>1.</b> [[αδυναμία]] ή [[ανικανότητα]] για [[κατανόηση]], για βέβαιη [[γνώση]]<br />«τῶν ἀδήλων [[ἀκαταληψία]]» (Σέξτ. Εμπ. <i>Πυρρών</i>. 1, 236), «[[εἴδησις]]... τῆς θείας οὐσίας ἡ [[αἴσθησις]] αὐτοῦ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ τῆς ἀκαταληψίας κεκτημένοι» (Επιφάν. <i>Αιρ</i>. 76.54)<br /><b>2.</b> [[απεραντοσύνη]] (Γρηγ. Νύσσης).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (Α ἀκαταληψία) ἀκατάληπτος
1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση
«τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῦ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ τῆς ἀκαταληψίας κεκτημένοι» (Επιφάν. Αιρ. 76.54)
2. απεραντοσύνη (Γρηγ. Νύσσης).