απεραντοσύνη
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Greek Monolingual
η
1. το να είναι κάτι απέραντο, το υπερβολικό μέγεθος
2. ο απέραντος κόσμος, το άπειρο.
Translations
immensity
Greek: απεραντοσύνη; Ancient Greek: ἄβυσσος, ἀκαταλημψία, ἀκαταληψία, ἀμετρησίη, ἀμετρία, ἀμπτυχή, ἀναπτυχή, ἀπειρομεγέθες, ἀπληστία, ἀχάνεια, πέλαγος, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀσυνείκαστον, τὸ ἀχανές; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: immensità, oceano, immanità; Latin: immanitas; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: imensidade; Spanish: inmensidad