ανοιδώ: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(4)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνοιδῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]<br />«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ [[ταύτῃ]] φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» ([[Πλάτων]], για τον αέρα που βρίσκεται [[μέσα]] στο ανθρώπινο [[σώμα]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φουσκώνω]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οιδώ]] (-<i>έω</i>) «εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανοίδησις]]].
|mltxt=ἀνοιδῶ (-έω) (Α)<br /><b>1.</b> εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]<br />«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ [[ταύτῃ]] φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» ([[Πλάτων]], για τον αέρα που βρίσκεται [[μέσα]] στο ανθρώπινο [[σώμα]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φουσκώνω]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οιδώ]] (-<i>έω</i>) «εξογκώνομαι, [[φουσκώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανοίδησις]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἀνοιδῶ (-έω) (Α)
1. εξογκώνομαι, φουσκώνω
«κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῦν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα)
2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + οιδώ (-έω) «εξογκώνομαι, φουσκώνω».
ΠΑΡ. ανοίδησις].